- ωκυπέτης
- ὁ, θηλ. ὠκυπέτεια, Ααυτός που πετά ή, γενικά, που κινείται γρήγορα2. μτφ. αυτός που έρχεται γρήγορα ή πρόωρα («ὠκυπέτᾳ μόρῳ», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -πέτης (< πέτομαι), πρβλ. ταχυ-πέτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠκυπέτης — swift flying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωκυπετής — ές, Α ὠκυπέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + πετής (< πέτομαι), πρβλ. ταχυ πετής] … Dictionary of Greek
Ὠκυπέτης — Ὠκυπέτη swift flying fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυπέται — ὠκυπέτης swift flying masc nom/voc pl ὠκυπέτᾱͅ , ὠκυπέτης swift flying masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυπέταις — ὠκυπέτης swift flying masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυπέτη — ὠκυπέτης swift flying masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυπέτην — ὠκυπέτης swift flying masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυπέτῃσιν — ὠκυπέτης swift flying masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυπέτα — ὠκυπέτᾱ , ὠκυπέτης swift flying masc nom/voc/acc dual ὠκυπέτης swift flying masc voc sg ὠκυπέτᾱ , ὠκυπέτης swift flying masc gen sg (doric aeolic) ὠκυπέτης swift flying masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυπέτας — ὠκυπέτᾱς , ὠκυπέτης swift flying masc acc pl ὠκυπέτᾱς , ὠκυπέτης swift flying masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)